μακροκάματος

μακροκάματος
μακροκάματος, -ον (Μ)
αυτός για τον οποίο χρειάζεται ή χρειάστηκε πολύς κόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + κάματος (< κάμνω), πρβλ. ευ-κάματος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”